δοκιμαστήριος
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
German (Pape)
[Seite 653] zum Prüfen gehörig; τὸ δοκιμαστήριον, = δοκιμεῖον, Artemid. 4, 27; Liban.
Greek Monolingual
δοκιμαστήριος, -ον (Μ)
ο κατάλληλος ή χρήσιμος για δοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοκιμάζω + (κατάλ.) -τήριος].