δολίευση
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Greek Monolingual
η δολιεύομαι
δόλια ενέργεια, εξαπάτηση.
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
η δολιεύομαι
δόλια ενέργεια, εξαπάτηση.