δολίευση
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
Greek Monolingual
η δολιεύομαι
δόλια ενέργεια, εξαπάτηση.
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
η δολιεύομαι
δόλια ενέργεια, εξαπάτηση.