δοξοποιΐα
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, Einbildung, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοποιΐα: ἡ (ποιέω) τὸ ἀποδέχεσθαι ταχέως καὶ ἀνεξετάστως δοξασίαν τινά, Κλήμ. Ἀλ. 24.