δουλόσπορος

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

German (Pape)

[Seite 662] von Sklaven erzeugt, Nonn. D. 1, 73.

Greek (Liddell-Scott)

δουλόσπορος: -ον, ὁ ἐκ δούλου γεννηθείς, Νόνν, 1, 73.

Spanish (DGE)

-ον descendiente de esclavos Ps.Nonn.Comm.in Or.4.73.

Greek Monolingual

δουλόσπορος, -ον (Α)
γεννημένος από δούλο.