δουράτιον

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

French (Bailly abrégé)

ion. c. δοράτιον.

Russian (Dvoretsky)

δουράτιον: τό ион. = δοράτιον.