δοράτιον
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, Dim. of δόρυ, Hdt.1.34, Th.4.34, Aen.Tact.29.6, Onos.26.1.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
lanza, pica gener. de uso milit., en infantería ἀκόντια καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποι Hdt.1.34, ἄνευ δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου Ar.Pax 553, cf. IG 13.422.267 (V a.C.), Th.4.34, X.An.6.4.23, Mnesim.7.6, Aen.Tact.29.6, Ph.2.315, I.AI 6.244, D.C.38.50.1, εἶδον ἐπὶ δορατίων ἀναπεπηγυίας τὰς κεφαλὰς τῶν ... ἡγεμόνων D.H.4.52, λαβὼν ... τὰ δοράτια μετὰ τῶν ἄλλων ἀπήντησεν αὐτῷ δορυφόρων Plu.2.489f, cf. Dio 24, μικρὰ δοράτια op. δόρατα μεγάλα Paus.8.50.1, IG 22.1424.6 (IV a.C.), de la lanza de Atenea, Luc.DDeor.23.1, en la caballería ἱππεῖς ... δοράτια φέροντες Agath.2.8.1, cf. 1.9.1.
German (Pape)
[Seite 658] τό, dim. von δόρυ; Her. 1, 34; Thuc. 4, 34 u. Sp., wie Plut. Rom. 15.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
javeline.
Étymologie: δόρυ.
Russian (Dvoretsky)
δοράτιον: ион. δουράτιον (ᾰ) τό небольшое метательное копье, дротик Her., Thuc., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δοράτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόρυ, Ἡρόδ. 1. 34, Θουκ. 4. 34.
Greek Monotonic
δοράτιον: τό, υποκορ. του δόρατος, σε Ηρόδ., Θουκ.