δουροφόρος

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

German (Pape)

[Seite 663] – δορ υφόρος, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

δουροφόρος: ὁ, Ἰων. ἀντὶ δορυφόρος, Χρησμ. Σιβυλλ. 11. 192.

Spanish (DGE)

v. δοροφόρος.