δράνα
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
και ντράνα, η
1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή
2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ' απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς (-άδος)].