δραγάτης

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Spanish (DGE)

-ου, ὁ guarda de campo esp. viñas o frutales οἱ δραγάται, τῇ μὲν βοῇ τὰ πτενὰ ... εἴργοντες τῶν ἀμπελώνων καὶ σικυηράτων Ps.Caes.167.27.

Greek Monolingual

ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης)
αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω].