δρακούνκουλος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών της οικογένειας τών αροϊδών με κυριότερο είδος τη «δρακοντία την κοινή, δρακοντιά, φιδόχορτο.