Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
και παλ. εσφ. τ. φειδόχορτο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά πολλά είδη φυτών της ελληνικής χλωρίδας, όπως λ.χ. είδη του γένους άρο, του γένους αριστολόχια, του γένους γναφάλιο, του γένους ερύγγιο κ.ά., αλλ. φιδοχόρταρο ή φιδοβότανο.