Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιδόχορτο

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

και παλ. εσφ. τ. φειδόχορτο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά πολλά είδη φυτών της ελληνικής χλωρίδας, όπως λ.χ. είδη του γένους άρο, του γένους αριστολόχια, του γένους γναφάλιο, του γένους ερύγγιο κ.ά., αλλ. φιδοχόρταρο ή φιδοβότανο.