δραστηρ

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Russian (Dvoretsky)

δραστηρ: эп.-ион. δρηστήρ, ῆρος adj. m διδράσκω беглый, бежавший Babr.