δυσαπαλλαξία

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπαλλαξία: ἡ, ἡ δυσκολία πρός ἀπαλλαγὴν ἀπό τινος, ἐπιμονή, Πλάτ. Φιλήβ. 46C· ‒ τὰ χφα παρέχουσι δυσαπαλλακτία, ἀλλ᾿ ἴδε Λοβ. Φρύν. 509.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπαλλαξία: v. l. = δυσαπαλλακτία.

German (Pape)

ἡ, nach Lobeck Phryn. p. 509 bessere Lesart für -ακτία.