δυσβάρνακος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
δυσκατανόητος, βάρνακα γὰρ ἄγρια λάχανα δύσπλυτα EM291.45.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: δῠσβάρνακος | Medium diacritics: δυσβάρνακος | Low diacritics: δυσβάρνακος | Capitals: ΔΥΣΒΑΡΝΑΚΟΣ |
Transliteration A: dysbárnakos | Transliteration B: dysbarnakos | Transliteration C: dysvarnakos | Beta Code: dusba/rnakos |
δυσκατανόητος, βάρνακα γὰρ ἄγρια λάχανα δύσπλυτα EM291.45.