δυσωπία

English (LSJ)

ἡ, confusion of face, shamefacedness, Phld.Lib. p.24 O., Ph.2.603 (pl.), Plu.2.95b; false modesty, ib.528e, al.; cause for shame, ib.707e, Cic.Att.13.33.2; δυσωπίαν habere, to have an ugly look, ib.16.15.2; τὰς δ. (v.l. δυστροπίας) τὰς ἐν τοῖς διαπορηθεῖσι dub. in Ph.1.330.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I como sentimiento subjet.
1 desconcierto, confusión τοῦτο ... ὑποβάλλειν καὶ τὴν περὶ τὰς ὑπουργίας ἀνωμαλίαν καὶ δυσωπίαν esto sugiere también desigualdad y confusión acerca de las ayudas ref. a la amistad, Plu.2.95b, πρὸς δυσωπίαν τῶν λογικῶν Origenes Cels.4.81, cf. Ph.1.330, Clem.Al.Strom.4.16.104
turbación o embarazo προτερεῖν ἢ ἀπολείπεσθαι τοῦ κεκληκότος πρὸς ἕτερον ἔχει τινὰ δυσωπίαν adelantarse o irse después que el que ha invitado a uno es embarazoso Plu.2.707d, cf. Cic.Att.309.2.
2 vergüenza ὅταν δέ τις ὀφείλων χρέος μὴ ἀποδῷ, περιακολουθοῦσιν οἱ παῖδες ἔχοντες θυλάκιον εἰς δυσωπίαν Arist.Fr.611.44, cf. Cic.Att.426.2.
3 falsa vergüenza, timidez excesiva, condescendencia tít. de un tratado moral de Plutarco, Phryn.160, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν μέχρι τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Plu.2.528e, cf. 529f, 530a, Phld.Lib.fr.50.2, A.Andr.Gr.31.6.
II como n. de acción
1 insistencia ref. a la oración, Gr.Nyss.Thdr.71.2.
2 persuasión τοῦ πλήθους Hom.Clem.3.64
disuasión τιθέντες ... τὸ σημεῖον ... εἰς δυσωπίαν τοῦ ἀγγέλου poniendo la señal para disuadir al ángel de que no había que matar al primogénito, Melit.Pasch.91.

German (Pape)

[Seite 692] ἡ, (übertriebene) Schamhaftigkeit, s. Plut. περὶ δ., de vitioso pudore.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trouble du visage ; fausse honte.
Étymologie: δυσωπέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσωπία:смущение, застенчивость, робость Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωπία: ἡ, καταισχύνη, ἐντρόπιασμα, ὑπερβολική αἰδώς, ὡς γὰρ τὴν κατήφειαν ὁρίζονται λύπην κάτω βλέπειν ποιοῦσαν, οὕτω τὴν αἰσχυντηλίαν μέχρι τοῦ μηδ' ἀντιβλέπειν τοῖς δεομένοις ὑπείκουσαν δυσωπίαν ὠνόμασαν Πλούτ. 2. 95Β·- αἰτία ἐντροπῆς, αὐτόθι 707D.

Greek Monolingual

δυσωπία, η (Α)
1. ντροπή
2. αιτία ή αφορμή ντροπής
3. αηδιαστική όψη.