δωδεκάσκηπτρον
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάσκηπτρον: τό, = δωδεκάφυλον, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
los doce cetros, e.d. las doce tribus de Israel, 1Ep.Clem.31.4.
Greek Monolingual
δωδεκάσκηπτρον, το (Α)
οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ.