δωσίλογος

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source

Greek Monolingual

και δοσίλογος, ο, η
1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος της θητείας του
2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό
3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δώσι- < μέλλ. δώσω του δίδωμι + -λογος < λέγω. Η γραφή δοσίλογος είναι εσφαλμένη].