δύσμα

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Spanish (DGE)

-ματος, τό
oeste, poniente τὸν τόπον ... τὸν εἰς τὸ δ. βλέποντα ID 1417C.73 (II a.C.).