εβδομάδα

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

και βδομάδα, η (AM ἑβδομάς)
1. χρονική περίοδος επτά ημερών
αρχ.
1. ο αριθμός επτά
2. σύνολο από επτά μέρη
3. γιορτή την τελευταία ημέρα της εβδομάδας.