εβραϊκός

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑβραϊκός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους ή προέρχεται από αυτούς
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η Εβραϊκή
α) η γλώσσα τών Εβραίων
β) η συνοικία όπου κατοικούν ή έχουν τα καταστήματα τους οι Εβραίοι
II. επίρρ. εβραϊκά (Μ ἑβραϊκῶς)
στην εβραϊκή γλώσσα.