εγκαλύπτω

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐγκαλύπτω)
1. περιβάλλω, σκεπάζω
2. σκεπάζω το πρόσωπό μου από ντροπή
3. κρύβω τα αισθήματά μου
4. ντρέπομαι.