ντρέπομαι
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
και ντρέπουμαι
1. αισθάνομαι ντροπή, αισχύνομαι («ντρέπομαι να τήν δω μετά από αυτό που της έκανα»)
2. σέβομαι κάποιον, αισθάνομαι δέος για κάποιον, συνήθως μεγαλύτερο σε ηλικία ή ανώτερο σε αξίωμα («ντρέπομαι τον πατέρα μου»)
3. διστάζω, συστέλλομαι («φάε κι άλλο, χωρίς να ντρέπεσαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐν-τρέπομαι < ἐν + τρέπομαι (με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος) με τη σημ. «κλείνομαι στον εαυτό μου από ενοχή, φόβο ή δισταγμό για κάτι»].