εγκατακρούω

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

ἐγκατακρούω (AM)
1. καρφώνω
2. χτυπώ κρατώντας το μέτρο του χορού.