εγκληματικότητα

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του εγκλήματος ή του εγκληματία, ροπή προς το έγκλημα
2. η αναλογία τών εγκλημάτων που διαπράττονται («η εγκληματικότητα αυξήθηκε μετά τον πόλεμο»).