εθνοπρόβλητος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-ο
αυτός που προβάλλεται από το έθνος ή εκλέγεται σε μεγάλο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Επιθεώρησις].