ειδίκευση

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

η
1. περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογήειδίκευση της θεωρίας»)
2. ειδική απασχόληση σ' έναν κλάδο της επιστήμης («πήγε στο Παρίσι για ειδίκευση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδίκευσις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].