ειδίκευση

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

η
1. περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογήειδίκευση της θεωρίας»)
2. ειδική απασχόληση σ' έναν κλάδο της επιστήμης («πήγε στο Παρίσι για ειδίκευση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδίκευσις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].