εκατοστημόριο

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

το
1. το ένα εκατοστό
2. το ελάχιστο ή ασήμαντο μερίδιο («το εκατοστημόριο της δύναμης»).