εκατοστημόριο

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

το
1. το ένα εκατοστό
2. το ελάχιστο ή ασήμαντο μερίδιο («το εκατοστημόριο της δύναμης»).