εκζεματώδης

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα
2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα
3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα.