εκζεματώδης

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

-ες
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα
2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα
3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα.