εκκρεμάννυμι

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

ἐκκρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από ένα μέρος ή πράγμα
2. μέσ. είμαι εξαρτημένος από κάτι, είμαι αφοσιωμένος σε κάτι.