γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
1. διώχνω κάποιον από την πατρίδα2. (-ομαι) α) με διώχνουν βίαια από την πατρίδα μουβ) μεταναστεύω, ξενιτεύομαι.