εκπατρίζω

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

1. διώχνω κάποιον από την πατρίδα
2. (-ομαι) α) με διώχνουν βίαια από την πατρίδα μου
β) μεταναστεύω, ξενιτεύομαι.