εκπατρίζω

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

1. διώχνω κάποιον από την πατρίδα
2. (-ομαι) α) με διώχνουν βίαια από την πατρίδα μου
β) μεταναστεύω, ξενιτεύομαι.