εκφάντωρ

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source

Greek Monolingual

ἐκφάντωρ, ο (AM)
αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα μυστικά, τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο ιεροφάντης («οἱ ιερεῖς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).