εκφάντωρ
From LSJ
Greek Monolingual
ἐκφάντωρ, ο (AM)
αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα μυστικά, τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο ιεροφάντης («οἱ ιερεῖς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).
ἐκφάντωρ, ο (AM)
αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα μυστικά, τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο ιεροφάντης («οἱ ιερεῖς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).