πολιτεύω

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτεύω Medium diacritics: πολιτεύω Low diacritics: πολιτεύω Capitals: ΠΟΛΙΤΕΥΩ
Transliteration A: politeúō Transliteration B: politeuō Transliteration C: politeyo Beta Code: politeu/w

English (LSJ)

A fut. -σω Th.1.19, X.HG2.3.2:—to be a citizen or be a freeman, live in a free state, Th.2.46, 3.34,4.114, X.An.3.2.26; οἴκοι π. SIG306.21 (Tegea, iv B. C.); π. παρά τισι X.HG1.5.19; πεπολιτευκὼρ πὰρ ἁμέ = μετοικῶν, Schwyzer 425.5 (Elis, iii/ii B.C.); κατὰ νόμους π., opp. monarchy, Plb.4.76.2: more freq. in Med., v. infr.
2 have a certain form of government, administer the state, κατ' ὀλιγαρχίαν π. Th.1.19, 3.62; π. ὥσπερ εἰώθεσαν Id.4.130; κατὰ τὰ ἴδια κέρδη π. Id.2.65; πρὸς τὸ ἴδιον κέρδος X.HG1.4.13; ἐλευθέρως τὰ πρὸς τὸ κοινὸν π. Th.2.37:—Pass., of the state, to be governed, τὰς εὖ -ευομένας πόλεις Isoc.6.35, cf. Pl.R. 427a, etc.; ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ -ευθείη X.Mem.4.4.16; τὰ πεπολιτευμένα αὐτοῖς = the measures of their administration, D.1.28; τὰ κοινῇ πεπ. Id.18.8, cf. Isoc.16.45, etc.
b Pass., in Law, to be customary, τὸ μέχρι νῦν -ευόμενον Just.Nov.73.8.2, cf. 52 Praef.; ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης (sc. τιμή) customary price, PGiss. 105.7 (v A.D.).
3 Pass., to be made a citizen, τοὺς ἐπὶ Τέλωνος πολιτευθέντας D.S.11.72.
B most freq. in Med., fut. πολιτεύσομαι Ar.Eq.1365, X.Ath. 3.9: aor. ἐπολιτευσάμην And.2.10, D.18.207; also Pass. ἐπολιτεύθην Th.6.92, Lys.26.5, (ἐν-) Isoc.5.5, etc.: pf. πεπολίτευμαι Lys.25.10, D.13.35, etc.:—like the Act., live as a free citizen, chiefly in Prose (once in E. (v. infr.), twice in Ar. (v. infr.)); π. μεθ' ὑμῶν And. l. c.; ἐν δημοκρατίᾳ X.Cyr.1.1.1, etc.; ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ νόμοις ἐξ ἴσου D.10.4; opp. μετοικέω, Lys.12.20; ἐν εἰρήνῃ X.HG2.4.22; ἀδίκως πρὸς τοὺς ἄλλους π. Lys.14.42; εἰ πένης… λαὸς πολιτεύοιτο πλουσίων ἄτερ E.Fr.21.
II take part in the government, Critias 45 D., Th.2.15 (as v.l.), Nausiph.2, Hyp.Eux.27, D.18.18; meddle with politics, Pl.R. 561d; opp. ἰδιωτεύειν, Aeschin.1.195; hold public office, show public spirit, IG4.858 (Methana, cf. Glotta14.78), SIG850.14 (Epist. Antonini Pii), etc.
2 c. acc., administer, govern, ἅπαντα Ar.Lys.573; τὰ καθ' αὑτοὺς πολιτεύεσθαι D.10.74; ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι Id.18.4; οὐ τὰ βέλτιστα π. ib.207; π. πόλεμον ἐκ πολέμου = make perpetual war the principle of government, Aeschin.2.177: abs., conduct the government, Ar.Eq.1365; κατὰ συμμορίας D. 2.29; διὰ τοὺς ἀδίκως πολιτευομένους ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ δημοκρατία γίγνεται Lys.25.27; τοῖς ὑπὲρ αὐτοῦ πεπολιτευμένοις D.2.4; οἱ πολιτευόμενοι the ministers, Id.3.30, 24.157.
III have a certain form of government, τοὺς ἄριστα τῶν ἄλλων πολιτευομένους Isoc.3.24; ἡμῶν ἐγγὺς π. Pl.R. 568b; κατὰ τὰ πάτρια π. Decr. ap. And.1.83; οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι, i.e. those living in an oligarchy or a tyranny, Aeschin.1.5.
IV serve as curialis, Mitteis Chr.97i18 (iv A. D.), PLips.62i2 (iv A. D.), POxy.2106.19 (iv A.D.), etc.
V in Law, execute according to custom, διαθήκας Just.Nou.66.1 Intr.
VI deal with, in private affairs, ἀλλήλοις PHib.1.63.11 (iii B. C.); πρὸς [τοὺς θεοὺς] ὁσίως καὶ δικαίως UPZ144.14, cf. 110.78 (ii B.C.), LXX 2 Ma.11.25, Aristeas 31, Act.Ap.23.1; π. πᾶσαν πολιτείαν κατὰ τὸν ἰουδαϊσμόν BCH56.293 (Stobi, i/ii A. D.); behave, Ep.Phil.1.27.
b metaph., arrange, bring about, συνοδίαν, γάμον, Charito 1.1, 2.2.

German (Pape)

[Seite 657] ein πολίτης, Bürger sein, u. als solcher an der Verwaltung des Staates theilnehmen, Xen. An. 3, 2, 26 Hell. 1, 5, 19; ἐλευθέρως πολιτεύομεν, wir sind freie Bürger, Thuc. 2, 37, vgl. 4, 130; κατ' ὀλιγαρχίαν, 1, 19. 3, 62; κατὰ νόμους im Gegensatz von πᾶν ποιεῖν τὸ προσταττόμενον, Pol. 4, 76, 2. – Pass. verwaltet, regiert werden, ἡ ἄριστα πολιτευομένη πόλις, Plat. Rep. V, 462 d; IV, 427 a; τούτων πόλις ἄμοιρος γενομένη πολιτευθῆναι δύναιτ' ἂν καλῶς, Legg. III, 693 e; auch von Menschen, τοῖς εὖ πολιτευομένοις διὰ νόμων ὀρθῶν, XII, 950 a; πολιτεύεσθαι ἄλλως πως, eine andere Staatsverfassung haben, Xen. Cyr. 1, 1, 1; ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ πολιτευθείη, οὔτ' οἶκος καλῶς οἰκηθείη, Mem. 4, 4, 16; τὰ αὐτῷ πεπολιτευμένα, Din. 1, 46; πεπολίτευται κατὰ τοῦ δήμου, 101; αἱ τῶν πεπολιτευμένων αὐτοῖς εὐθῦναι, Dem. 1, 28. – Aber ξένους τοὺς ἐπὶ Γέλωνος πολιτευθέντας ist = zu Bürgern gemacht, D. Sic. 11, 72. – Am gewöhnlichsten med. mit aor. pass.; Bürger sein, ἐν ᾗ νῦν πολιτευόμεθα, Plat. Menex. 238 c, vgl. Gorg. 513 b; Andoc. 2, 2; πολιτεύεσθαι παρὰ Καρχηδονίοις, Pol. 7, 2, 4; den Staat verwalten, Thuc. 2, 15; ἀσφαλῶς ἐπολιτεύθην, 6, 92; ἐπολιτεύεσθ' ἂν ἅπαντα, Ar. Lys. 573; παρανόμως πολιτευθῆναι, Lys. 26, 5; σωφρόνως πολιτευθέντες, Aesch. 2, 176; ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι, Dem. 18, 4; ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν πεπολίτευσαι πάντα, 265; ὅσοι τὰ παραπλήσια τούτοις πολιτεύονται καὶ πράττουσι, Pol. 17, 13, 11. Dah. οἱ πολιτευόμενοι = die Staatsmänner, 27, 11, 1 u. sonst; im Gegensatz von ἰδιωτεύοντες, Aesch. 1, 195; bes. Staatsredner, Dem. 24, 157.

French (Bailly abrégé)

pf. inus., Pass. ao. ἐπολιτεύθην, pf. πεπολίτευμαι;
être citoyen, d'où
I. intr.
1 vivre comme citoyen;
2 avoir les droits de citoyen;
3 participer aux affaires publiques, gouverner l'État;
II. tr. gouverner, administrer comme homme politique, acc. ; Pass. être gouverné, administré en parl. de l'État : τὰ πεπολιτευμένα τινί DÉM les actes politiques d'un homme d'État;
Moy. πολιτεύομαι (impf. ἐπολιτευόμην, f. πολιτεύσομαι, ao. ἐπολιτευσάμην et ἐπολιτεύθην, pf. πεπολίτευμαι);
1 être citoyen, vivre comme citoyen;
2 prendre part aux affaires publiques, administrer d'État ; οἱ πολιτευόμενοι les hommes d'État, ou les orateurs politiques ; avec un acc., accomplir comme homme d'État.
Étymologie: πολίτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιτεύω [πολίτης] act. als (vrij) burger leven:. καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσι (daar) leven ook de beste vrije burgers Thuc. 2.46.1; τοὺς νῦν οἴκοι σκληρῶς πολιτεύοντας de burgers die thans thuis in nood leven Xen. An. 3.2.26. politiek bedrijven:. κακῶς ἐπολίτευσαν zij voerden een slechte politiek Thuc. 2.65.7. een staatsvorm hebben:; ἡ πόλις τότε ἐτυγχανεν οὔτε κατ’ ὀλιγαρχίαν... πολιτεύουσα de stad kende toen geen oligarchische staatsvorm Thuc. 3.62.3; ook med.. τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι πολιτείαν de beste staatsvorm hebben Aristot. Pol. 1288b31. med.-pass., met aor. ἐπολιτευσάμην en ἐπολιτεύθην als vrij burger leven:; πολιτεύσασθαι μεθ’ ὑμῶν met jullie als vrij burger leven And. 2.10; uitbr. zich gedragen:. ἀδίκως καὶ παρανόμως καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους πολιτευόμενοι zich ook onrechtvaardig en wetteloos gedragend tegenover de anderen Lys. 14.42; ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου π. zich gedragen in overeenstemming met het evangelie NT Phil. 1.27. politiek actief zijn:; οὐ γὰρ ἔγωγ’ ἐπολιτευόμην πω τότε ik was immers nog niet politiek actief Dem. 18.18; bestuurder zijn:; ἐν ᾧ ἀσφαλῶς ἐπολιτεύθην waar ik in veiligheid de staat bestuurde Thuc. 6.92.4; met acc. regelen (als bestuurder):; ἐπολιτεύεσθ’ ἂν ἅπαντα dan zouden jullie het hele bestuur regelen Aristoph. Lys. 573; τὰ καθ’ αὑτοὺς καὶ τὰ κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύονται zij regelen hun eigen zaken en de staatszaken Dem. 10.74; ptc. subst..; οἱ πολιτευόμενοι de staatslieden Dem. 3.31; ptc. subst.. τὰ πολιτευόμενα het politieke optreden Dem. 1.28.

Russian (Dvoretsky)

πολῑτεύω: (чаще med.; aor. med. ἐπολιτευσάμην и ἐπολιτεύθην; aor. pass. ἐπολιτεύθην)
1 жить в своем государстве, проводить (свою) жизнь, жить: οἱ νῦν οἶκοι ἄκληροι πολιτεύοντες Xen. те, которые живут у себя на родине в бедности; παρανόμως πολιτευθῆναι Lys. поступать беззаконно;
2 быть гражданином: κατ᾽ ὀλιγαρχίαν π. Thuc. иметь олигархическую форму правления; ἐν δημοκρατίᾳ πολιτεύεσθαι Xen. иметь демократическую форму правления; κατὰ τὰ Βοιωτῶν πάτρια π. Thuc. пользоваться правами беотийских граждан;
3 участвовать в управлении государством, управлять страной (πόλις ἄριστα πολιτευομένη Plat.): π. κατὰ τὰ ἴδια κέρδη Thuc. и π. πρὸς τὸ ἴδιον κέρδος Xen. управлять государством ради (личного честолюбия и) личной выгоды; οὐδὲ οἱ ἰδιωτεύοντες, ἀλλὰ οἱ πολιτευόμεναι Aeschin. не частные лица, а государственные деятели; πολιτεύεσθαι ἅπαντα Arph. управлять всеми государственными делами; ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι Dem. все, что я совершил за свою политическую деятельность; τὰ αὐτοῖς πεπολιτευμένα Dem. их политические мероприятия; πόλεμον ἐκ πολέμου πολιτεύεσθαι Aeschin. вести политику непрерывных войн;
4 наделять гражданскими правами: οἱ πολιτευθέντες Diod. принятые в число граждан.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτεύω: μέλλ. -σω, Θουκ. 1. 19, Ξεν.· ῥῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, εἶμαι πολίτης, ζῶ ὡς πολίτης, ἢ ἐλεύθερος, ζῶ ἐν ἐλευθέρᾳ πολιτείᾳ, Θουκ. 2. 46., 3. 34., 4. 114, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 26· π. παρά τισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 5, 19· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ὄντα ὑπὸ μοναρχίαν, Πολύβ. 4. 76, 2· ἀλλὰ τοῦτο εἶναι συνηθέστερον ὡς ἀποθ., ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2) κυβερνῶ, διοικῶ κατά τινα ὡρισμένον τρόπον π. κατ’ ὀλιγαρχίαν Θουκ. 1. 19., 3. 62· π. ὥσπερ εἰώθεσαν ὁ αὐτ. 4. 130· π. κατὰ τὰ ἴδια κέρδη ὁ αὐτ. 2. 65· πρὸς τὸ ἴδιον κέρδος Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 13· ἐλευθέρως τὰ πρὸς τὸ κοινὸν π. Θουκ. 2. 37. ― ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῆς πολιτείας, κυβερνῶμαι, τὰς εὖ πολιτιευομένας πόλεις Ἰσοκρ. 123A, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427A, κτλ.· ἄνευ ὁμονοίας οὔτ’ ἂν πόλις εὖ πολιτευθείη Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 16· τὰ αὐτοῖς πεπολιτευμένα, τὰ ἐν τῇ διοικήσει ὑπ’ αὐτῶν πεπραγμένα, Δημ. 17. 15, πρβλ. 227. 27, Ἰσοκρ. 356B, κτλ.· ἴδε κρίσις ΙΙΙ. 3) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, γίνομαι πολίτης, ἐγγράφομαι ὡς πολίτης, τοὺς ἐπὶ Γέλωνος πολιτευθέντας Διόδ. 11. 72. Β. συνηθέστατα ὡς ἀποθ., μέλλ. ποιλιτεύσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1365, Ξεν. Ἀθην. 3. 9· μέσ. ἀόρ. ἐπολιτευσάμην Ἀνδοκ. 21. 10, Δημ. 297. 7, ἀλλὰ παθ. ἐπολιτεύθην Θουκ. 6. 92, Λυσ. 175. 28, Ἰσοκρ. 83B, κτλ.· πρκμ. πεπολίτευμαι, Λυσ. 172. 5, Πλάτ. Νόμ. 676C, Δημ. 176. 23, κτλ.· ― ὡς τὸ ἐνεργ., εἶμαι ἐλέθερος πολίτης, διάγω ὡς ἐλεύθερος, καὶ ἐνίοτε μάλιστα σημαίνει ὀλίγον τι πλέον τοῦ ἁπλοῦ ζῶ, σύνηθες παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς πεζογράφοις (ἐν χρήσει ἅπαξ καὶ παρ’ Εὐρ., καὶ δὶς παρ’ Ἀριστοφ.)· π. μετά τινων Ἀνδοκ. 21. 10· ἐν δημοκρατίᾳ Ξεν. Κύρ. 1. 1, 1, κτλ.· ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ νόμοις ἐξ ἴσου Δημ. 132, 15· ἀντίθετον τῷ μετοικέω, Λυσ. 122. 7· ἐν εἰρήνῃ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 22· ἀδίκως πρὸς σφᾶς αὐτοὺς π. Λυσ. 143. 36· λαὸς πολιτεύοιτ’ ἄν, ἤθελε σχηματίσῃ πολιτείαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 21. ΙΙ. ἀκολούθως, ἐπειδὴ πάντες οἱ πολῖται ἦσαν μέλη τοῦ κυβερνῶντος ὅλου, λαμβάνω μέρος ἐν τῇ διοικήσει, Θουκ. 2. 15, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 376, Δημ. 230· ἐν τέλ.· ἀναμιγνύομαι εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα. Πλάτ. Πολ. 561D· ἀντίθετον τῷ ἰδιωτεύειν Αἰσχίν. 27 32. 2) μετ’ αἰτ. διοικῶ, κυβερνῶ, ἅπαντα Ἀριστοφ. Λυσ. 573· τὰ καθ’ ἑαυτοὺς πολιτεύεσθαι Δημ. 151. 4· ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι ὁ αὐτ. 226· ἐν τέλ.· τὰ βέλτιστα π. ὁ αὐτ. 297. 7, πρβλ. πολίτευμα Ι· π. πόλεμον ἐκ πολέμου, καθιστῶ τὸν συνεχῆ πόλεμον ἀρχὴν τῆς πολιτικῆς κυβερνήσεως, Αἰσχίν. 51 ἐν τέλ.· ἀκολούθως, ἀπολ., ἄγω τὴν πολιτείαν, κυβερνῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1365, Λυσίας 174. 12, Δημ. 26. 24, κτλ.· τοῖς ὑπὲρ αὐτοῦ πεπολιτευμένοις Δημ. 19. 4· οἱ πολιτευόμενοι, οἱ κυβερνῶντες, ὁ αὐτ. 36. 27., 749. 7. ΙΙΙ. ἔχω ὡρισμένον τινὰ τύπον διοικήσεως, Ἰσοκρ. 31D, Πλάτ. Πολ. 566Β, κτλ.· κατὰ τὰ πάτρια π. Ψήφισμ. παρὰ τῷ Ἀνδοκ. 11. 24· πόλις ἄριστα πολιτευομένη Πλάτ. Πολ. 462D· οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι, δηλ. οἱ τύραννοι, Αἰσχίν. 1. 24, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 676Α. IV. ἐν τοῖς Ρωμ. χρόνοις, ὑπηρετῶ ὡς δεκάδαρχος ἢ βουλευτὴς ἰσοπολιτίδων πόλεων, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131, Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 26.

English (Thayer)

middle (cf. Winer's Grammar, 260 (244)), present imperative 2nd person plural πολιτεύεσθε; perfect πεπολίτευμαι; (πολίτης);
1. to be a citizen (Thucydides, Xenophon, Lysias, Polybius, others).
2. to administer civil affairs, manage the state (Thucydides, Xenophon).
3. to make or create a citizen (Diodorus 11,72); middle a. to be a citizen; so in the passages from Philo and the Ep. ad Diogn. cited in πολίτευμα, 3.
b. to behave as a citizen; to avail oneself of or recognize the laws; so from Thucydides down; in Hellenistic writings to conduct oneself as pledged to some law of life: ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου, R. V. text let your manner of life be worthy of etc.); ἀξίως τοῦ Χριστοῦ, Polycarp, ad Philippians 5,2 [ET]; ἀξίως τοῦ Θεοῦ, Clement of Rome, 1 Corinthians 21,1 [ET]; ὁσίως, ibid. 6,1 [ET]; κατά τό καθῆκον τῷ Χριστῷ, ibid. 3,4 [ET]; μετά φοβοῦ καί ἀγάπης, ibid. 51,2 [ET]; ἐννόμως, Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 67; ἠρξάμην πολιτεύεσθαι τῇ Φαρισαίων ἁιρεσει κατακολουθῶν, Josephus, Vita2; other phrases are cited by Grimm on τῷ Θεῷ, to live in accordance with the laws of God, A. V. I have lived etc.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ πολίτης
μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.)
β) συμπεριφέρομαι με ορισμένο τρόπο («ἀδίκως καὶ παρανόμως... καὶ σφᾶς αὐτοὺς πολιτευόμενοι», Λυσ.)
νεοελλ.
1. (σπαν. το ενεργ.) βοηθώ κάποιον να ανέλθει στο βουλευτικό αξίωμα («το μόνον έγκλημά της ήτο ότι είχε πολιτέψει τον κουμπάρον», Παπαδ.)
2. προσποιούμαι ότι δεν αντιλαμβάνομαι απρέπεια ή προσβολή που γίνεται σε βάρος μου
3. (το αρσ. και το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο πολιτευόμενος, η πολιτευόμενη
ο πολιτευτής, ιδίως ο υποψήφιος κόμματος στις βουλευτικές εκλογές
4. παροιμ. «άρπαζε να τρως να πίνεις, πολιτεύου ν' αρχοντύνεις»
ειρων. αν θες να τρως καλά, ν' αρπάζεις κι αν θες να είσαι άρχοντας, να πολιτεύεσαι
μσν.-αρχ.
εκτελώ κάτι σύμφωνα με τον συνηθισμένο τρόπο
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) α) ζω ως πολίτης ή ελεύθερος (α. «ἐξὸν αὐτοῖς τοὺς νῦν οἴκοι ἀκλήρους πολιτεύοντας ἐνθάδε κομισαμένους πλουσίους ὁρᾱν», Ξεν.
β. «ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ νόμοις, έξ ἴσου πολιτεύεσθαι», Δημοσθ.)
β) κυβερνώ, διοικώ με έναν ορισμένο τρόπο
(«τὰς εὖ πολιτευομένας πόλεις», Ισόκρ.)
2. συμπεριφέρομαι σαν πολιτικός
3. (σε ιδιωτικές υποθέσεις) συναλλάσσομαι με κάποιον
4. φέρω κάτι εις πέρας
5. (μεσοπαθ.) πολιτεύομαι
α) σχηματίζω πολιτεία («εἰ πένης λαός... πολιτεύοιτο πλουσίων ἄτερ», Ευρ.)
β) παίρνω μέρος στη διακυβέρνηση μιας χώρας («ἀλλ' αὐτοὶ ἕκαστοι ἐπολιτεύοντο καὶ ἐβουλεύοντο», Θουκ.)
γ) έχω ορισμένο τύπο διακυβέρνησης («κατὰ τὰ πάτρια πολιτεύεσθαι», Ανδοκ.)
δ) (στους ρωμαϊκούς χρόνους) υπηρετώ ως δεκάδαρχος ή βουλευτής ισοπολίτιδων πόλεων
ε) γίνομαι πολίτης, εγγράφομαι ως πολίτης («τοὺς ἐπὶ Γέλωνος πολιτευθέντας», Διόδ.)
5. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολιτευόμενος
ο κυβερνήτηςἐσκεμμένως και τοῦτ' αὐτό πράττοντες... πολλοί τῶν πολιτευομένων», Δημοσθ.)
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ πεπολιτευμένα
τα πεπραγμένα της διοίκησης
7. φρ. α) «κατά νόμους πολιτεύω» — ζω υπό δημοκρατικό πολίτευμα
β) «πολιτεύομαι πόλεμον ἐκ πολέμου» — καθιστώ αρχή της πολιτικής της κυβέρνησης τον συνεχή πόλεμο
γ) «oἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι» — οι ολιγαρχικοί ή οι τύραννοι.

Greek Monotonic

πολῑτεύω: μέλ. -σω (πολίτης
Α. 1. ζω ως πολίτης ή ελεύθερος πολίτης, ζω σε ελεύθερο κράτος, σε Θουκ. κ.λπ.
2. έχω συγκεκριμένο τρόπο διοίκησης, ασκώ τη διοίκηση της κυβέρνησης, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για το κράτος, κυβερνώμαι, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τὰ αὐτοῖς πεπολιτευμένα, τα μέτρα της διοίκησής τους, σε Δημ. Β. συνήθως ως αποθ., μέλ. πολιτεύσομαι· Μέσ. αόρ. αʹ ἐπολιτευσάμην, και Παθ. ἐπολιτεύθην· παρακ. πεπολίτευμαι·
I. όπως το Ενεργ., είμαι ελεύθερος πολίτης, ζω με αυτό τον τρόπο, σε Ξεν. κ.λπ.
II. 1. λαμβάνω μέρος στη διακυβέρνηση, σε Θουκ., Δημ.· ανακατεύομαι με τα πολιτικά, σε Πλάτ.
2. με αιτ., διοικώ ή κυβερνώ, σε Δημ.· πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου, καθιστώ το συνεχή πόλεμο αρχή της πολιτικής κυβερνήσεως, σε Αισχίν.· απόλ., διαχειρίζομαι την κυβέρνηση, σε Αριστοφ., Δημ.· οἱ πολιτευόμενοι, οι κυβερνώντες, σε Δημ.
III. έχω συγκεκριμένο τύπο διακυβέρνησης, σε Πλάτ., Αισχίν.

Middle Liddell

πολίτης
I. to live as a citizen or freeman, live in a free state, Thuc., etc.
2. to have a certain form of polity, conduct the government, Thuc.:—Pass., of the state, to be governed, Plat., Xen., etc.; τὰ αὐτοῖς πεπολιτευμένα the measures of their administration, Dem.
B. Dep. like the Act. to be a free citizen, live as such, Xen., etc.
II. to take part in the government, Thuc., Dem.: to meddle with politics, Plat.
2. c. acc. to administer or govern, Dem.; π. πόλεμον ἐκ πολέμου to make perpetual war the principle of government, Aeschin.: absol. to conduct the government, Ar., Dem.; οἱ πολιτευόμενοι the ministers, Dem.
III. to have a certain form of government, Plat., Aeschin.

Lexicon Thucydideum

civilem vitam agere, rempublicam gerere, to lead a civil life, take part in the republic, 1.19.1, 2.37.2, 2.46.1, 2.65.7, 3.34.2, 3.62.5, 3.66.1, 4.114.1, 4.130.7, 6.18.7, 8.53.3, 8.97.2,
MED. gerere se, to behave, conduct oneself, 2.15.1,
PASS. in civitate vivere, to live in the state, 6.92.4.