εκφορητικός
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
-ή, -ό(ν)
αυτός με τον οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος προς τα έξω, με τον οποίο πραγματοποιείται η αποχέτευση υγρών, αποχετευτικός («εκφορητικοί πόροι»)
οι πόροι που αποχετεύουν το έκκριμα τών αδένων.