ελέναυς

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἑλέναυς, η (Α)
(επίθ. της Ελένης) αυτή που καταστρέφει τα πλοία.