ἑλέναυς
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ἡ, ship-destroying, epithet of Helen, prob. for ἑλένας, A. Ag.689 (lyr.).
Spanish (DGE)
ἡ
que destruye los barcos juego de palabras sobre el n. de Helena, A.A.689.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
seul. nom.
qui perd les vaisseaux, funeste aux vaisseaux.
Étymologie: ἑλεῖν, ναῦς.
Russian (Dvoretsky)
ἑλέναυς: ἡ ἑλεῖν и по созвучию с Ἑλένη губительница кораблей (Ἑλένα ἑ., ἕλανδρος, ἑλέπτολις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλέναυς: ἡ, ἡ τὰ πλοῖα καταστρέφουσα, ἐπίθετον τῆς Ἑλένης κατὰ παρῳδίαν, πρβλ. ἕλανδρος Αἰσχύλ. Ἀγ. 689 (οὕτως ὁ Ἐλμσλ. καὶ ἄλλοι ἀντὶ τοῦ ἑλένας τῶν χειρογρ., ἐπειδὴ οὐδεὶς τύπος νᾶς = ναῦς εἶναι γνωστός).
Greek Monolingual
ἑλέναυς, η (Α)
(επίθ. της Ελένης) αυτή που καταστρέφει τα πλοία.
Greek Monotonic
ἑλέναυς: ἡ (ἑλεῖν), αυτή που καταστρέφει, αφανίζει τα πλοία, επίθ. της Ελένης, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἑλέ-ναυς, υος ἑλεῖν
ship-destroying, of Helen, Aesch.