Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ελίκωψ

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

ἑλίκωψ, ο, η (θηλ. ἑλικῶπις, η) Α
αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές.