ελαιοβαφής

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἐλαιοβαφής, -ές)
ο βαμμένος ή βουτηγμένος στο λάδι.