ελαιοπώλης

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

ο (Α ἐλαιοπώλης)
αυτός που πουλά λάδι, ο λαδάς, ο λαδέμπορος.