λαδάς
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
ο, θηλ. λαδού
1. ελαιοπαραγωγός
2. έμπορος λαδιού, ελαιοπώλης
3. αυτός που του αρέσει να τρώγει τα φαγητά με πολύ λάδι.