λαδάς

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

ο, θηλ. λαδού
1. ελαιοπαραγωγός
2. έμπορος λαδιού, ελαιοπώλης
3. αυτός που του αρέσει να τρώγει τα φαγητά με πολύ λάδι.