ελαιουργείο

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

το (Μ ἐλαιουργεῖον)
1. εργοστάσιο βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού
ανάλογα με το είδος της πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ.
2. ελαιοτριβείο.