ελαιουργείο

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἐλαιουργεῖον)
1. εργοστάσιο βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού
ανάλογα με το είδος της πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ.
2. ελαιοτριβείο.