ελαιοτριβείο

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

και λιοτρίβι και λιοτριβιό και λιτρουβιό, το (AM ἐλαιοτριβεῖον και ἐλαιοτρίβιον)
1. εγκατάσταση παλαιού τύπου με ειδικές μηχανές με τις οποίες εκθλίβεται το λάδι από τους καρπούς της ελιάς
περιλαμβάνει τις μυλόπετρες για το άλεσμα του ελαιόκαρπου και το πιεστήριο για την εξαγωγή του λαδιού
οι μυλόπετρες κινούνται με τη μυϊκή δύναμη ανθρώπων ή ζώων ή με τη βοήθεια του ανέμου (φτερωτή) ή της υδατοπτώσεως
2. ελαιουργείο
3. μσν. μέτρο για το λάδι.