ελληνιστικός

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χρόνους του ελληνισμού από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ώς την επιβολή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («ελληνιστική περίοδος», «ελληνιστική εποχή», «ελληνιστική ποίηση»).