ελληνιστικός

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χρόνους του ελληνισμού από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ώς την επιβολή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας («ελληνιστική περίοδος», «ελληνιστική εποχή», «ελληνιστική ποίηση»).