ελληνοδιδάσκαλος

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

ο
1. δάσκαλος τών αρχαίων Ελληνικών
2. αυτός που υπηρετούσε σε τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο.